- επικεντρώνω
- (Α μόνο το μέσ. ἐπικεντροῡμαι, -όομαι) [κεντρώνω]1. περιορίζω ή συγκεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή σε ένα κύριο σημείο, εστιάζω2. τεχνολ. προσδιορίζω τον κεντρικό άξονα ενός κυλινδρικού σώματος, π.χ. ενός σωλήνα πυροβόλου, κατά την κατασκευήαρχ.αστρον. κατέχω ένα από τα κύρια σημεία τού ορίζοντα.
Dictionary of Greek. 2013.